συνιδιάζουσα

συνιδιάζουσα
συνιδιάζω
give a special signification to together
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συνιδιάζω — Α [ἰδιάζω] γραμμ. α) δίνω την ίδια σημασία σε κάτι («πρόθεσις συνιδιάζουσα τὸ ἐπιθετικὸν τῷ κυρίῳ ὀνόματι», Απολλ. Δύσκ.) β) χρησιμοποιούμαι ειδικά μαζί με κάτι άλλο («... τῶν ἄλλων πτώσεων, ἐπεὶ τὰ ταύταις συνιδιάσαντα ἄρθρα ἐκαλεῑτο», Απολλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”